27-05-2009
Η αρχαία πόλη – κράτος Κυδωνία
Η Κυδωνία είχε κατοικηθεί ήδη από την Μεσομινωική εποχή (Ι7ος αι. π.Χ.).
Οι αρχαιολόγοι σήμερα πιστεύουν ότι τα ευρήματα στο Καστέλι της πόλης των Χανίων, καθώς και άλλα από τα περίχωρα και από το χώρο του μητροπολιτικού ναού ανήκουν σε διάφορες φάσεις του ιστορικού βίου της Κυδωνίας. Η ταύτιση όμως της Κυδωνίας με τη σημερινή πόλη των Χανίων συναντά αντίλογο σοβαρό και τεκμηριωμένο. Παρακάτω θα αναφερθούν οι διαφορετικές γνώμες. Γενικά επικρατεί η άποψη ότι η αρχαία Κυδωνία βρίσκεται ακόμα θαμμένη στο υπέδαφος της περιοχής που ζούμε, δεν έχει ανακαλυφθεί συνολικά και δεν έχει γνωσθεί επακριβώς το στίγμα και οι διαστάσεις της αξιολογότατης αυτής Κρητικής πολιτείας. Ήταν μία από τις τρεις διασημότερες και ισχυρότερες πόλεις της αρχαίας Κρήτης και κανείς, δε μπορεί να αμφισβητήσει ότι στο μέλλον η αρχαιολογική έρευνα θα ευτυχήσει να αποκαλύψει της μεγαλείο της. |
|
Ας μη λησμονούμε ότι συστηματική αρχαιολογική έρευνα και μεθοδική προσπάθεια εντοπισμού της Κυδωνίας δεν έχει γίνει ποτέ. Γνωρίζομε όμως ότι ήταν εφάμιλλη της Κνωσού της Γόρτυνας και της Φαιστού, ότι είχε δικό της νόμισμα, θέατρο, δωρικό ναό, υδραγωγείο, λιμάνι και πλούσια ενδοχώρα, όπως αποκαλύπτουν ιστορικοί κα περιηγητές των αρχαίων και των μεσαιωνικών χρόνων. |
|
Η Κυδωνία αναφέρεται από τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο, (3, 59), το Στράβωνα (Γεωγραφικά 8, 6, 16 και 10, 47) το Διόδωρα (16, 63), τον Παυσανία (10, 2, 7),το Θουκυδίδη (2, 85), το Δίωνα Κάσσιο (2, 2) και πολλούς άλλους Ρωμαίους και Έλληνες ιστορικούς. |
|
Ιδρυτής της Κυδωνίας κατά τις μυθολογικές πεποιθήσεις της αρχαιότητας ήταν ο Κύδωνας, γιος του Ερμή και της κόρης του Μίνωα Ακακαλλίδας. |
|
Ως μινωικός οικισμός φαίνεται ότι έζησε και άκμασε η Κυδωνία έως και την υστερομινωική εποχή. Στην Πλατεία Αγίας Αικατερίνης, στο Καστέλι Χανίων, ο έφορος αρχαιοτήτων Δ. Κρήτης Ιω. Τζεδάκης έφερε στο φως εκτεταμένο οικοδόμημα της μορφής του Μινωικού Μεγάρου και κεραμική άφθονη από την Πρωτομινωική και Μεσομινωική εποχή.
Το κτίριο αυτό (ανακτορικό κέντρο) και τα ευρήματα έπεισαν τους αρχαιολόγους ότι εκεί σίγουρα βρίσκεται η αρχαία Κυδωνία. (Κρητικά Χρονικά τ. Κ, Ν. Πλάτωνος σελ. 327). |
|
Σ’ αυτό το χώρο ίσως η Κυδωνία έζησε την πρώτη περίοδο της ακμής της, που μας είναι άγνωστη όμως στο μεγαλύτερό της μέρος. |
|
Η Κάθοδος των Δωριέων (1120 π.Χ.), επηρέασε την Κρήτη συνολικά και την Κυδωνία ιδιαίτερα.
Οι νέοι εισβολείς του Ελληνικού χώρου, το "Μακεδνών έθνος" όπως τους ονομάζει ο Ηρόδοτος, έφθασαν στην Κρήτη, έφεραν τη χρήση του σιδήρου και διαμόρφωσαν γλωσσικούς και διαλεκτικούς τύπους μόνιμους πλέον, καθώς και πρότυπα πολεμικής και κοινωνικής δράσης σταθερά και αμετάβλητα για τη μεταγενέστερη Κρήτη.
Γνωρίζομε ότι οι πολεμοχαρείς Δωριείς, πρώτοι οπαδοί του "διαίρει και βασίλευε", χώρισαν την Κρήτη και τη δύναμή της σε Ανατολική και Δυτική ενώ εκείνοι έμειναν στη μέση με έδρα τη Γόρτυνα. |
|
Στην ανατολή βρισκόταν οι Ετεοκρήτες και στη δύση οι Κύδωνες, που καυχιόταν σαν γηγενείς και αυτόχθονες. Οι Κύδωνες και σι Ετεοκρήτες δεν κατόρθωσαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους κατά των νέων επισκεπτών. Έμειναν ανενεργοί και ασυντόνιστοι αφού δεν είχαν επαφές για κοινή δράση. Ο Δωρικός Πολιτισμός και η δωρική νοοτροπία εξαπλώθηκαν σε όλη την Κρήτη σιγά - σιγά αφομοίωσαν κάθε προϋπάρχουσα πολιτιστική οντότητα και μετέδωσαν τα σκληροτράχηλα και πολεμοχαρή χαρακτηριστικά στο λαό της Κρήτης εντόπιο και μη. (Ιω. Παπασταύρου: Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος). |
|
Στους Κύδωνες αυτής της εποχής, που κατοικούν γύρω από τα ρείθρα του Ιορδάνου ποταμού αναφέρεται ο Όμηρος (γ. 292 και τ. 176). Προσδιορίζει μάλιστα ότι οι φυλετικές ομάδες της Κρήτης ήταν των Ετεροκρητών, των Κυδώνων, των Δωριέων, των Αχαιών και των Πελασγών. Οι Κύδωνες αυτοί σε αντίθεση με τους άλλους αναφέρονται σαν αυτόχθονες (Στράβων 1’ 475) και γνήσιοι κάτοικοι της πατρίδας των. Ίσως γι’ αυτό δε συμμαχούσαν με τους υπόλοιπους και έτρεφαν εχθρότητα προς όλους επιδιώκοντας ηγεμονική Θέση. Δεν είναι άσχετο με την έπαρση και την εγωπάθεια των Κυδώνων το όνομά τους που βγαίνει από τη γνήσια Ελληνική ρίζα της λέξης «Κύδος» (δόξα) και από το ρήμα ‘κυδάνω’ (εξυμνώ - εγκωμιάζω) και ‘κυδαίνω’ (καυχιέμαι - λαμπρύνω) (Πεπραγμένα Β’ Κρητολογ. Συνεδρίου τ.Β.σ. 41 – Vladimir Georgier...) |
|
|